ποδαλγιώ

ποδαλγιώ
-άω, Α
υποφέρω από πόνους στα πόδια, πάσχω από ποδάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδαλγής + κατάλ. -ιῶ / -ιάω, που απαντά σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αρρωστ-ιώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”